ὑποχωρητικός

ὑποχωρητικός
ὑποχωρ-ητικός, ή, όν,
A relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποχωρητικός — relaxing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχωρητικός — ή, ό / ὑποχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση 2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.) 3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» η παραγωγή μιας λέξης …   Dictionary of Greek

  • υποχωρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την υποχώρηση (βλ. λ.), οπισθοχωρητικός: Υποχωρητική ταχτική. 2. μτφ., αυτός που εύκολα υποχωρεί, που δεν επιμένει, ενδοτικός, συμβιβαστικός: Είναι υποχωρητικός, και τον κάνει ό,τι θέλει η γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποχωρητικά — ὑποχωρητικός relaxing neut nom/voc/acc pl ὑποχωρητικά̱ , ὑποχωρητικός relaxing fem nom/voc/acc dual ὑποχωρητικά̱ , ὑποχωρητικός relaxing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικόν — ὑποχωρητικός relaxing masc acc sg ὑποχωρητικός relaxing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικώτατα — ὑποχωρητικός relaxing adverbial superl ὑποχωρητικός relaxing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικοῖσι — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικοῖσιν — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικωτάτοισι — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικωτάτοισιν — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρητικῷ — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”